- διασυρτικός
- διασυρτικόςdisparagingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διασυρτικός — διασυρτικός, ή, όν (Α) περιπαικτικός, χλευαστικός … Dictionary of Greek
διασυρτικούς — διασυρτικός disparaging masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασυρτικῶς — διασυρτικός disparaging adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՀԵԳՆԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0079 Chronological Sequence: 6c, 10c, 12c, 13c ա. իբր Հենգնական. διασυρτικός cavillatorius, irrisionis. Ուր իցէ հենգնութիւն. եպերողական. որ ինչ լինի ընդ կատակս եւ այպն առնելով. *Եհարց հեգնական բանիւք եպերելով: Ոմանք հեգնական դնեն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)